κατουρώ — (I) άω, έω (ΑΜ κατουρῶ, έω) 1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.) 2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
κατουρώ — κατουράω / κατουρώ, κατούρησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ουρώ — (I) (Α οὐρῶ, έω) 1. αποβάλλω τα ούρα, κατουρώ 2. αποβάλλω κάτι μαζί με τα ούρα («ούρησε αίμα») αρχ. 1. παθ. οὐροῡμαι, έομαι προκαλώ την έκκριση ούρων, είμαι διουρητικός 2. (η μτχ. τού ουδ. τού μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ οὐρούμενον το ούρημα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ακατούρητος — η, ο και ακατούριγος, η, ο [κατουρώ] 1. αυτός που δεν έχει ουρήσει (ή δεν έχει αποπατήσει) 2. εκείνος που δεν έχει βραχεί, δεν έχει βρομιστεί με ούρα «κατουρημένες κι ακατούριγες (αγγουρόφλουδες) τίς έφαγε» … Dictionary of Greek
εξουρώ — ἐξουρῶ, έω (Α) 1. αποβάλλω με την ούρηση 2. κατουρώ … Dictionary of Greek
επουρώ — (I) ἐπουρῶ, έω (Α) ουρώ, κατουρώ κάποιον. (II) ἐπουρῶ, όω (Α) ταξιδεύω με ούριο άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουρόω, ώ «πλέω με ευνοϊκό άνεμο»] … Dictionary of Greek
κάτουρο — το (Μ κάτουρο και κάτουρον) το ούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατουρῶ (με αντίστροφη παραγωγή)] … Dictionary of Greek
κατούρημα — το [κατουρώ] 1. αποβολή ούρων, ούρηση 2. τα ούρα … Dictionary of Greek
κατουράω — / κατουρώ, κατούρησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βρέχω — έβρεξα, βράχηκα και βρέχτηκα, βρεγμένος 1. υγραίνω, μουσκεύω: Μ’ έπιασε βροχή στο δρόμο και βράχηκα ως το κόκαλο. 2. κατουρώ: Το μωρό με έβρεξε όταν το πήρα στην αγκαλιά μου. 3. απρόσ., βρέχει ρίχνει βροχή: O Mάρτιος μας έβρεξε καλά φέτος. 4. φρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)